- Κυρηναικῆς
- Κυρηναικόςthe disciplesfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Αρίστιππος — I Όνομα τριών φιλοσόφων από την Κυρήνη. 1. Φιλόσοφος (Κυρήνη 435 – 360 π.Χ.). Σύγχρονος του Πλάτωνα. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τη διδασκαλία του Πρωταγόρα και αργότερα στην Αθήνα συναναστράφηκε με τον Σωκράτη χωρίς να γίνει όμως μαθητής του. Ήδη σε … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
Ντέρνα — (Darnah). Πόλη (125.700 κάτ. το 2003) της Λιβύης και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Κυρηναϊκής. Βρίσκεται σε απόσταση 85 χλμ. από την Ελ Μπέιντα. Αλιευτικό λιμάνι της Μεσογείου, έχει αναγνωριστεί επίσημα από το ιταλικό κράτος ως το… … Dictionary of Greek
Οφέλλας — (4ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται και ως Οφέλτας. Καταγόταν από την Πέλλα της Μακεδονίας και ήταν γιος του Σιλανού. Είχε ακολουθήσει τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών (325 π.Χ.) ως τριηράρχης του ινδικού στόλου των Μακεδόνων. Το … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
κιττός — (4ος; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης. Έγινε γνωστός από αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην Ταύχειρα της Κυρηναϊκής (Λιβύη), που φέρει την παράσταση των παναθηναϊκών αμφορέων, δηλαδή την Αθηνά να κραδαίνει το δόρυ και δύο κολόνες από τις δύο πλευρές, πάνω… … Dictionary of Greek